Το Πρόγραμμα PISA (Programme for International Student Assessment)
είναι μια διεθνής έρευνα στο χώρο της εκπαίδευσης που διεξάγεται σε τακτά
χρονικά διαστήματα από το 2000 μέχρι σήμερα.
Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας των χωρών μελών του ΟΟΣΑ και της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης
του ΟΟΣΑ, στο έργο της οποίας ανήκει μεταξύ
άλλων και η συλλογή δεδομένων, καθώς και η παροχή συγκριτικών στοιχείων για τα
εκπαιδευτικά συστήματα των συμμετεχουσών χωρών. Το PISA αξιολογεί πόσο καλά προετοιμασμένοι είναι οι
15χρονοι μαθητές, που βρίσκονται στο τέλος της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης να
αξιοποιούν γνώσεις και δεξιότητες που τους είναι απαραίτητες για την
αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων και την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή
τους στην κοινωνία. Για το σκοπό αυτό εστιάζει το ενδιαφέρον στις επιδόσεις των
μαθητών σε περιοχές κλειδιά, όπως η Κατανόηση Κειμένου, τα Μαθηματικά και οι Φυσικές
Επιστήμες. Το PISA δεν εξετάζει απλώς
την ικανότητα των μαθητών να αξιοποιούν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους,
αλλά κυρίως διερευνά σε ποιο βαθμό είναι ικανοί να χρησιμοποιούν τις γνώσεις
τους σε νέες καταστάσεις εντός ή εκτός του σχολείου. Πέραν της αξιολόγησης των
γνώσεων και δεξιοτήτων των μαθητών στα τρία αντικείμενα, το PISA συλλέγει
δεδομένα και για τους ίδιους τους μαθητές, τα σχολεία τους και τα εκπαιδευτικά
συστήματα των χωρών, προκειμένου να διερευνηθούν παράγοντες που σχετίζονται με
τις επιδόσεις τους. Η έρευνα γίνεται
κάθε τρία χρόνια. Σε κάθε φάση υλοποίησής της (Πίνακας 1.1), βασικό αντικείμενο
έρευνας ορίζεται ένα από τα τρία και εξετάζεται λεπτομερώς, ενώ τα άλλα δυο
εξετάζονται σε μικρότερη έκταση. Με την ολοκλήρωση των τριών φάσεων της έρευνας, οπότε και τα τρία αντικείμενα έχουν εξεταστεί
λεπτομερώς, συμπληρώνεται ένας κύκλος.
Κεντρική έννοια του PISA είναι ο εγγραμματισμός (literacy) των μαθητών στην
Κατανόηση Κειμένου, τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Ως εγγραμματισμός
ορίζεται η ικανότητα των μαθητών να εφαρμόζουν τις γνώσεις και δεξιότητες που
απέκτησαν στα τρία βασικά αντικείμενα, ώστε να αναλύουν, να συλλογίζονται και
να επικοινωνούν αποτελεσματικά όταν διατυπώνουν, επιλύουν και ερμηνεύουν προβλήματα
της καθημερινής ζωής. Η αξιολόγηση του εγγραμματισμού των μαθητών στο PISA οργανώνεται με τέτοιο
τρόπο, ώστε να εξετάζονται όχι μόνο στοιχεία του κάθε αντικειμένου, όπως η γνώση
και οι δεξιότητες που απαιτούνται για την επεξεργασία κάθε θέματος, αλλά και
διάφοροι παράγοντες από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που επηρεάζουν
την ανάπτυξη των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών στο σχολείο και στο
σπίτι.
Το δείγμα
Το Πρόγραμμα PISA αξιολογεί τις επιδόσεις15χρονων
μαθητών. Η επιλογή του δείγματος των σχολείων που πρόκειται να συμμετάσχουνστην
έρευνα πραγματοποιείται από το PISA με στρωματοποιημένη δειγματοληψία, ενώ το δείγμα
των μαθητών προέρχεται από τυχαία δειγματοληψία, βάσει των στοιχείων του πληθυσμού-στόχου,
τα οποία παρέχουν οι συμμετέχουσες χώρες. Συνήθως από κάθε σχολείο του δείγματος
συμμετέχουν 35 μαθητές. Από το 2000 έως το 2006 έχουν αξιολογηθεί περισσότεροι από
1.000.000 μαθητές. Ειδικά στην έρευνα PISA 2006 συμμετείχαν 400.000 μαθητές. Οι
μαθητές αυτοί (γεννημένοι όλοι το 1990) αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός
συνόλου 20.000.000 15χρονων μαθητών από 57 συμμετέχουσες χώρες.
Τα
εργαλεία
Τα δεδομένα της έρευνας συλλέγονται μέσω των
παρακάτω εργαλείων:
• Τα Φυλλάδια του τεστ για τους μαθητές
• Το Ερωτηματολόγιο για τους μαθητές
• Το Ερωτηματολόγιο για τους Διευθυντές
των σχολείων
Επιδόσεις των μαθητών
στις Φυσικές Επιστήμες
Στο πεδίο του Επιστημονικού Εγγραμματισμού εξετάζεται η ικανότητα
του μαθητή να χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση για να αναγνωρίζει τα επιστημονικά
ζητήματα, να αποκτά νέα γνώση, να εξηγεί φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο και να
οδηγείται σε συμπεράσματα βασισμένα σε επιστημονικά τεκμήρια για θέματα σχετικά
με τις Φυσικές Επιστήμες και την τεχνολογία. Επιπλέον, περιλαμβάνεται η κατανόηση
της επιστήμης ως μιας μορφής ανθρώπινης γνώσης και διερεύνησης, η επίγνωση τού πώς
η επιστήμη και η τεχνολογία διαμορφώνουν το υλικό, πνευματικό και πολιτισμικό περιβάλλον
και η προθυμία του για ενασχόληση και συμμετοχή ως ενεργού πολίτη σε ζητήματα που
σχετίζονται με τις Φυσικές Επιστήμες.
Η μέση επίδοση
της Ελλάδας στις Φυσικές Επιστήμες μειώθηκε κατά 3 μονάδες από το 2006.
Η μέση επίδοση της Ελλάδας μειώθηκε
κατά 3μονάδες από το 2006 (από 473 μονάδες το 2006 σε 470 το 2009), αλλά αυτή η
διαφορά δεν είναι στατιστικά σημαντική. Αυτή η μείωση των επιδόσεων αποτυπώνεται
τόσο στη μείωση των μαθητών που επιδεικνύουν υψηλές επιστημονικές ικανότητες (επίπεδα
5 και 6), όσο και στην αύξηση των μαθητών που εμφανίζουν επιδόσεις χαμηλότερες από
το επίπεδο 2.Ειδικότερα, το ποσοστό των μαθητών στην Ελλάδα που επιτυγχάνουν στα
επίπεδα 5 και ανώτερο μειώθηκε από 3,4% το 2006 σε 3,1% το 2009. Αντίστοιχα, το
ποσοστό των μαθητών που δεν επιτυγχάνουν στο επίπεδο 2 αυξήθηκε από 24% το 2006
σε 25,3% το 2009.
Στην Ελλάδα τα
κορίτσια έχουν σημαντικά υψηλότερες επιδόσεις από τα αγόρια στις Φυσικές Επιστήμες.
Η διαφορά στη μέση επίδοση των κοριτσιών
με αυτήν των αγοριών στην Ελλάδα είναι 10 μονάδες και είναι στατιστικά σημαντική.
Τα κορίτσια εμφανίζουν μέση επίδοση 475 μονάδων στην κλίμακα του επιστημονικού εγγραμματισμού,
ενώ τα αγόρια έχουν μέση επίδοση 465 μονάδων στην ίδια κλίμακα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου